- χεροκρατώ
- (ε) μετ. держать за руку;
χεροκρατιούμαι, χεροκρατιέμαι — держаться за руки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χεροκρατιούμαι, χεροκρατιέμαι — держаться за руки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χεροκρατώ — Ν βλ. χειροκρατώ … Dictionary of Greek
χειροκρατώ — χειροκρατῶ, έω, ΝΜ, και χεροκρατώ Ν, και χειρακρατῶ Μ κρατώ κάποιον με το χέρι ή από το χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κρατῶ] … Dictionary of Greek